- νωλεμέως
- νωλεμέως (Α) [νωλεμές]επίρρ.1. συνεχώς, αδιαλείπτως2. καρτερικά («ἀρχοὺς λισσομένῳ τηλεκλητῶν ἐπικούρων νωλεμέως ἐχέμεν», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νωλεμέως — νωλεμές without pause indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)